Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Πέρα βρέχει



Ήταν ένας χωρικός που πρόβατα βοσκούσε
βόλτα τα είχε στο βουνό και ο αέρας του τα ζούσε
παρέα με τα ζωντανά, ποτάμια και τα δάση
ρουτίνα του η ελευθερία και ότι χαρίζει η πλάση

Τα χρόνια περνούσανε, μα δεν τον ακουμπούσανε,
ζούσε στην αυτάρκεια, γελούσε σαν ψυχή
παρέα με έναν σκύλο, αχώριστο του φίλο,
χαρά δίνανε στο άπειρο, μια σχέση ειλικρινή

Τους λύκους είχανε φορές, πολλές αντιμετωπίσει,
τον χάρο στα δυο βήματα, τον είχαν συναντήσει,
αντέχανε κάθε καιρό, λιακάδα και το χιόνι
με μια ζωή απάνεμη που ηθικό σηκώνει

δεν είχε όμως τίποτα, και τίποτα να του λείψει,
τίποτα δεν στερήθηκε ποτέ από την φύση
Είχε μονάχα έναν καημό, τον ένα του γιο
Μέλλον είχε ζοφερό και τον είχε πεθυμήσει

Το παλικάρι ήταν αϊτός, περίπου δυο μέτρα,
μα να στοχεύσει που ; Με άβελη φαρέτρα
Όλη του προσπάθεια και του πατέρα οι κόποι,
η φύση τα συντήρησε, μα υπάρχουν και ανθρώποι

Παίρνει την φαμίλια του, κινεί για το χωριό
με σκέψη ''είμαι νέος ακόμα το μπορώ''
ο πατέρας χάρηκε και σβήνει τον καημό,
και στάνη ετοιμάζει στον μοναχό του γιο

Από μικρός καθόλου τυχερός,
σαν θαύμα του δόθηκε ζωή
την μέρα που γεννήθηκε,
θαρρείς πως αναστήθηκε,
μάνα δεν πρόλαβε να δει

στα πέντε του χρόνια φύτεψε, δέντρο λιγνό με τον πατέρα
σαν μάνα του το έβλεπε του πήγαινε λουλούδια
αυτό γρήγορα θέριεψε και έσκιαζε την μέρα
και τον κορμό του σκάλιζε στην μάνα του τραγούδια

Και βγαίναν στο βουνό, πατέρας με τον γιο
στο κλίμα να τον βάλει, για την ζωή στο χωριό
μια μέρα συναντήσανε κάτι, που δεν ταίριαζε στο μάτι
-Τι θέλει το κίτρινο, σε τόση πρασινάδα ;
Τον κόσμο τους να πέφτει είδαν,
και πιο κοντά του πήγαν,
να δούνε πως οικοδομούν την νέα Ελλάδα

Ο κόσμος τους μήνες μίκραινε, και φούντωνε η λάσπη
βοσκός όποιος γεννιέται ψάχνει σημείο να χάσκει
Βρέθηκε κάποιος στον γιο, να το δικαιολογήσει
πως απ αυτό η χώρα τους θα ορθοποδήσει

Λατομείο έφτιαξαν, να βρούνε κάτι λίθους
Μα το βουνό σαν πέθαινε, οργή μάζευαν πλήθους
-Αν είναι για την χώρα μας ... είπανε να σκεφτούνε
μην νοιώσουνε εγωιστές, για άλλους που θα ακούνε

Μα η χώρα έχει ξεμείνει,
τα πάντα για ένα ψίχουλο τα δίνει,
βρεθήκανε τυχαία και κάτι εργολάβοι,
αυτή και οι εργάτες, να ναι δικοί τους σκλάβοι

Ο γιος αισθάνθηκε κυνηγημένος,
το κόστος επιβίωσης συντήρησε το μένος
- Στην πόλη δεν μπορούμε, μα ούτε και εδώ
και νοιώθω πλέον μικρός να προσπαθώ

Έχω μια φαμίλια, τι φταιν τα κακομοίρια
όταν πεινάνε, πρέπει να φάνε
Είπα στο βουνό να ζήσω, ξανά να προσπαθήσω
αλλά τα πάντα ξανά από τα μάτια μου περνάνε

Μια μέρα διαμαρτυρήθηκαν να φύγει το κακό,
μαυροντυμένοι μπρος τους με κράνος λευκό,
σε αγρότες μπροστά τους έλειπε μόνο το ιππικό,
μισθοφόροι και άβουλοι δίχως το ηθικό .

Αφού τους ξυλοφόρτωσαν, ευκαιρίες τους έδωσαν
να πιάσουνε δουλεία στον πάτο της γης,
συνθήκες τραγικές, αναθυμιάσεις πολλές
περισσότερες οι υποχρεώσεις, απ ότι πληρωθείς

Πάει ο γιος για δουλεία, και βρίσκει εκεί
μα κάτι τον κρατάει στον γερο μην το πει
ο καημένος είχε λυσσάξει, πλέον είναι φτωχός
πλούσιος ήταν με ότι δίνει ο Θεός

Μια μέρα τον μοναχογιό του, πρωί τον συναντάει
με της δουλείας τα ρούχα, να του την κοπανάει
-Που πας μονάκριβε μου, που πας ω ρε τσολιά μου ;
-Σώπαινε πατέρα μου, πηγαίνω στην δουλειά μου

-Και τι δουλεία είναι αυτήν που εγώ δεν ξέρω ;
Πες μου για να πεταχτώ και κολατσιό να φέρω
Ο γιος τότε χαμήλωσε, πάρα πολύ το βλέμμα,
- Τι έχεις παλικάρι μου για κοίταξε εμένα

- Κοιτάζω ρε πατέρα, μα κάνω πως δεν βλέπω
Φορτίο δεν έχω ελαφρύ, να πεις κουβάλησε το
Την ψυχή μου πούλησα, πριν και σ αυτήν να οφείλω
έχω φαμιλιά που πεινάει, και εδώ δεν έχω ούτε φίλο

Με πήρανε για χείριστη, πάνω σε μια φαγάνα,
δεν θα ναι τα λεφτά πολλά, μα άνοιξε η βάνα
- Σίγουρα δεν μπορώ να πω χαρούμενος πως είμαι,
το βουνό ; Θα γίνει καραφλό ; Πες μου πως είναι φήμες

- Τίποτα δεν ξέρω, δεν μ έχουνε πει,
μα φεύγουμε για επάνω, αυτό το έχω δει
- Πρόσεξε παιδί μου το δέντρο, που βάλαμε μαζί,
μεθαυρίο θα πάμε λουλούδι να αφήσεις εκεί

Μα το κακό σαν βιάζεται, τίποτα δεν του μέλλει
τίποτα δεν χαρίζει, ποτέ αν δεν το θέλει
Η μέρα των γενέθλιων του, η αποφράδα ημέρα
η μέρα που θα πήγαινε, λουλούδια στην μητέρα

- Μια ώρα να κατεβώ
δυο με τον πατέρα μου εδώ ξανά να ανέβω
Τίποτα δεν σκεφτόταν παρά μονάχα αυτό

Μα ντάνα από ξυλά βλέπει,
εκεί εμπρός και τρέχει,
πάει χαϊδεύει κάτι σκαλιστό

Αυτός το χε φυτέψει,
Κάποιος του χε κλέψει
Ότι αγάπησε το παιδί αυτό σαν μανά

Σάλεψε, φωνάζει,
με μανία βλέπει, κενό κοιτάζει
κακό θα κάνει του σκότωσαν την μανά

Τα ρούχα του πετάει,
Γυμνός κάπου κοιτάει,
παίρνει ένα μπετόνι στην αποθήκη

μοιάζει με μπουρλοτιέρη
στουπί στο να του χέρι
Ιάπωνας που βγάζει το μαχαίρι από την θήκη

Νοιώθει του λείπει η τιμή,
ζεμπεκιά του βγαίνει αυτοκτονική,
έξω αρχίζει βρέχει

Κατεβάζει το στουπί,
Σουλιώτης μονάχος θα μετενσαρκωθεί ...
μεγάλη φασαρία, σκιάχτηκαν τα θηρία,
Μα για την εταιρία, πέρα βρέχει ...

Για την


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου